τριπόλιστος

τριπόλιστος
τρῐ-πόλιστος, ον,
A thrice-told, τριπόλιστον οἶτον, of Oedipus, S.Ant.858 (lyr.). (From Πολίζω = πολέω; cf. ἀναπολίζω = ἀναπολέω).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τριπόλιστος — και τριπόλητος, ον, Α αυτός που λέχθηκε τρεις φορές, που τόν αναπόλησαν τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + *πολίζω ως άλλος τ. τού πολώ «περιφέρομαι» (< πόλος), πρβλ. ἀναπολίζω: αναπολῶ] …   Dictionary of Greek

  • τριπόλιστον — τριπόλιστος thrice told masc/fem acc sg τριπόλιστος thrice told neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπόλητος — ον, Α βλ. τριπόλιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”